γιγγλυμόομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gigglumo/omai
|Beta Code=gigglumo/omai
|Definition=[[to be hinge-jointed]], γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>.
|Definition=[[to be hinge-jointed]], γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[encajarse como un gozne]] γεγιγγλύμωνται πρὸς [[ἀλλήλους]] οἱ σπόνδυλοι Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).532.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γιγγλῠμόομαι''': συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
|lstext='''γιγγλῠμόομαι''': συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[encajarse como un gozne]] γεγιγγλύμωνται πρὸς [[ἀλλήλους]] οἱ σπόνδυλοι Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).532.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.
|elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.
}}
}}

Revision as of 11:47, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμόομαι Medium diacritics: γιγγλυμόομαι Low diacritics: γιγγλυμόομαι Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ginglymóomai Transliteration B: ginglymoomai Transliteration C: gigglymoomai Beta Code: gigglumo/omai

English (LSJ)

to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.

Spanish (DGE)

medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.