δεκατευτής: Difference between revisions
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dekateuth/s | |Beta Code=dekateuth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[tithe-farmer]], Harp. | |Definition=οῦ, ὁ, [[tithe-farmer]], Harp. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[perceptor del diezmo]] Antipho <i>Fr</i>.10, <i>SEG</i> 10.87.5 (Atenas V a.C.) en <i>SEG</i> 22.10, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκατευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ τὴν δεκάτην συλλέγων, [[δεκατηλόγος]], [[τελώνης]], Λατ. decumanus, Ἁρπ. | |lstext='''δεκατευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ τὴν δεκάτην συλλέγων, [[δεκατηλόγος]], [[τελώνης]], Λατ. decumanus, Ἁρπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δεκατευτής]]) [[δεκατεύω]]<br />αυτός που εισπράττει τη [[δεκάτη]], ο [[δεκατιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] που όριζε τον [[φόρο]] της δεκάτης γεωργικών προϊόντων. | |mltxt=ο (AM [[δεκατευτής]]) [[δεκατεύω]]<br />αυτός που εισπράττει τη [[δεκάτη]], ο [[δεκατιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] που όριζε τον [[φόρο]] της δεκάτης γεωργικών προϊόντων. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, tithe-farmer, Harp.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
perceptor del diezmo Antipho Fr.10, SEG 10.87.5 (Atenas V a.C.) en SEG 22.10, IG 22.1609.97 (Atenas IV a.C.), 7.2227.4 (Tisbe III d.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendeinnehmer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τὴν δεκάτην συλλέγων, δεκατηλόγος, τελώνης, Λατ. decumanus, Ἁρπ.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατευτής) δεκατεύω
αυτός που εισπράττει τη δεκάτη, ο δεκατιστής
νεοελλ.
ο οικονομικός υπάλληλος που όριζε τον φόρο της δεκάτης γεωργικών προϊόντων.