δελαστρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=delastreu/s
|Beta Code=delastreu/s
|Definition=έως, ὁ, [[using bait]], ἰχθυβολῆες <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>793</span>.
|Definition=έως, ὁ, [[using bait]], ἰχθυβολῆες <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>793</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως [[que emplea cebo]] ἰχθυβολῆες Nic.<i>Th</i>.793.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793.
|lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως [[que emplea cebo]] ἰχθυβολῆες Nic.<i>Th</i>.793.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δελαστρεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελέαστρον]], [[αντί]] <i>δελεαστρεύς</i>, για μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[δελαστρεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελέαστρον]], [[αντί]] <i>δελεαστρεύς</i>, για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 10:41, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελαστρεύς Medium diacritics: δελαστρεύς Low diacritics: δελαστρεύς Capitals: ΔΕΛΑΣΤΡΕΥΣ
Transliteration A: delastreús Transliteration B: delastreus Transliteration C: delastreys Beta Code: delastreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, using bait, ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.

Spanish (DGE)

-έως que emplea cebo ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.

German (Pape)

[Seite 543] ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.

Greek (Liddell-Scott)

δελαστρεύς: έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, ἁλιεύς, Νικ. Θ. 793.

Greek Monolingual

δελαστρεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους].