διαχωριστής: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaxwristh/s
|Beta Code=diaxwristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[separator]], Gloss.
|Definition=οῦ, ὁ, [[separator]], Gloss.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num">•</b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχωριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.
|lstext='''διαχωριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num">•</b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[διαχωριστής]])<br />αυτός που διαχωρίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] κυψέλης [[μελισσών]], από [[ξύλο]], λευκοσίδηρο ή [[χαρτόνι]].
|mltxt=ο (Μ [[διαχωριστής]])<br />αυτός που διαχωρίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] κυψέλης [[μελισσών]], από [[ξύλο]], λευκοσίδηρο ή [[χαρτόνι]].
}}
}}

Revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωριστής Medium diacritics: διαχωριστής Low diacritics: διαχωριστής Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: diachōristḗs Transliteration B: diachōristēs Transliteration C: diachoristis Beta Code: diaxwristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, separator, Gloss.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
árbitro Sch.A.Th.941c
δ.· separator, Gloss.2.276.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Μ διαχωριστής)
αυτός που διαχωρίζει
νεοελλ.
πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι.