δικολύμης: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dikolu/mhs | |Beta Code=dikolu/mhs | ||
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ου, ὁ,</b> [[one who destroys by lawsuits]], <span class="bibl">Com.Adesp. 859</span>. | |Definition=[<b class="b3">ῡ], ου, ὁ,</b> [[one who destroys by lawsuits]], <span class="bibl">Com.Adesp. 859</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐκολύμης) -ου<br />[[que hace daño con los pleitos]], [[que persigue con pleitos]], como sinón de [[sicofanta]] [[ἄνθρωπος]] <i>Com.Adesp</i>.591. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκολύμης''': [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ [[συκοφάντης]], Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664). | |lstext='''δῐκολύμης''': [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ [[συκοφάντης]], Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικολύμης]], ο (Α)<br />αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]] ([[πρβλ]]. [[ιχθυολύμης]])]. | |mltxt=[[δικολύμης]], ο (Α)<br />αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]] ([[πρβλ]]. [[ιχθυολύμης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ, one who destroys by lawsuits, Com.Adesp. 859.
Spanish (DGE)
(δῐκολύμης) -ου
que hace daño con los pleitos, que persigue con pleitos, como sinón de sicofanta ἄνθρωπος Com.Adesp.591.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, nach B. A. p. 35 ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, Sykophant.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκολύμης: [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ συκοφάντης, Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664).
Greek Monolingual
δικολύμης, ο (Α)
αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω (πρβλ. ιχθυολύμης)].