θεοείκελος: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1195.png Seite 1195]] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1195.png Seite 1195]] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θεοειδής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] θεῷ, Ὅμ., [[ὅστις]] ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ [[θεοειδής]], ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416. | |lstext='''θεοείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] θεῷ, Ὅμ., [[ὅστις]] ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ [[θεοειδής]], ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, godlike, of Achilles, Il.1.131, al.; of Telemachus, Od.3.416; of Hector and Andromache, Sapph.Supp.20c.6: in Prose, Pl.R.501b, Them.Or.6.79a.
German (Pape)
[Seite 1195] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
θεοείκελος: -ον, ὅμοιος θεῷ, Ὅμ., ὅστις ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ θεοειδής, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416.
English (Autenrieth)
(ϝείκελος): like the gods, god-like, of persons.
Greek Monolingual
θεοείκελος, -ον (AM)
αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ' Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + είκελος «παρόμοιος»].
Greek Monotonic
θεοείκελος: -ον, όμοιος με θεό, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
θεοείκελος: Hom. = θεοειδής.
Middle Liddell
θεο-είκελος, ον
godlike, Hom.