θορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, [[πόρος]], Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, [[πόρος]], Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
}}
{{elru
|elrutext='''θορῐκός:''' [[семенной]] ([[πόρος]] Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]].
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θορῐκός:''' [[семенной]] ([[πόρος]] Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορικός Medium diacritics: θορικός Low diacritics: θορικός Capitals: ΘΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: thorikós Transliteration B: thorikos Transliteration C: thorikos Beta Code: qoriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.

German (Pape)

[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.

Russian (Dvoretsky)

θορῐκός: семенной (πόρος Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.

Greek (Liddell-Scott)

θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.

Greek Monolingual

θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.