κατάρης: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] [[ἄνεμος]], Sappho frg. 99, von [[καταίρω]], ein niederfahrender Sturmwind, nach Eust. 603, 35 διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] [[ἄνεμος]], Sappho frg. 99, von [[καταίρω]], ein niederfahrender Sturmwind, nach Eust. 603, 35 διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰτάρης:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κατάρτης]] (τᾱ) ὁ срывающийся сверху, бурно налетающий ([[ἄνεμος]] [[Sappho]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάρης]] και [[κατώρης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κατάρης]] [[ἄνεμος]]» — ο [[άνεμος]] που φυσάει ορμητικά [[προς]] τα [[κάτω]], ο [[τυφώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. του [[κατώρης]]]. | |mltxt=[[κατάρης]] και [[κατώρης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κατάρης]] [[ἄνεμος]]» — ο [[άνεμος]] που φυσάει ορμητικά [[προς]] τα [[κάτω]], ο [[τυφώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. του [[κατώρης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἄνεμος, ὁ, a wind rushing from above, Alc.135, Sapph. 160 (v.l. κατώρης).
German (Pape)
[Seite 1374] ἄνεμος, Sappho frg. 99, von καταίρω, ein niederfahrender Sturmwind, nach Eust. 603, 35 διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰτάρης: v.l. κατάρτης (τᾱ) ὁ срывающийся сверху, бурно налетающий (ἄνεμος Sappho).
Greek (Liddell-Scott)
κατάρης: ἄνεμος, ὁ, ἄνωθεν ὁρμῶν ἄνεμος, «τὸ συνεστραμμένον πνεῦμα καὶ καταράσσον διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν», τυφὼν Ἀλκαῖ. (131) καὶ Σαπφὼ παρ’ Εὐστ. 603. 35. (Ἕτεροι γράφουσι κατάρτης ἐκ τοῦ καταίρω).
Greek Monolingual
κατάρης και κατώρης, ὁ (Α)
φρ. «κατάρης ἄνεμος» — ο άνεμος που φυσάει ορμητικά προς τα κάτω, ο τυφώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κατώρης].