κληροδοσία: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1450.png Seite 1450]] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1450.png Seite 1450]] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κληροδοσία:''' ἡ [[распределение по жребию]] Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων. | |mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.
Russian (Dvoretsky)
κληροδοσία: ἡ распределение по жребию Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
Greek Monolingual
και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) κληροδότης
1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση
2. κληρονομιά
νεοελλ.
(νομ.)
1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος
2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό με αυτήν δικαίωμα του κληροδόχου
3. το αντικείμενο που κληροδοτείται
αρχ.
η διανομή γης, γεωργικών κλήρων.