κοιλόσταθμος: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] mit gewölbter Decke, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] mit gewölbter Decke, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ον,<br />plafonné de planches recourbées, lambrissé, [[LXX]] Agg. 1.4.<br />'''Étymologie:''' [[κοῖλος]], [[σταθμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλόσταθμος''': -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, [[θολωτός]], Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4). | |lstext='''κοιλόσταθμος''': -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, [[θολωτός]], Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»]. | |mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλό-σταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλό-σταθμον, τό, ib.B 146.
German (Pape)
[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.
French (Bailly abrégé)
ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).
Greek Monolingual
κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].