κουφιστικός: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κουφιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />αυτός που ελαφρύνει από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]] («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.). | |mltxt=[[κουφιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />αυτός που ελαφρύνει από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]] («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[erleichternd]], [[erhebend]]</i>; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[βαρυντικός]], Arist. <i>coel</i>. 4.3; τῶν ἐπαχθῶν Hierocl. Stob. <i>fl</i>. 65.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, lightening, Arist.Cael.310a32; κ. τῶν ἐπαχθῶν relieving from... Hierocl.p.54 A.: Medic., alleviating, Antyll. ap. Orib.6.21.27 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
κουφιστικός: -ή, -όν, ἐλαφρύνων, ἀνακουφίζω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20.
Greek Monolingual
κουφιστικός, -ή, -όν (Α) κουφίζω (II)]
αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.).
German (Pape)
erleichternd, erhebend; Gegensatz βαρυντικός, Arist. coel. 4.3; τῶν ἐπαχθῶν Hierocl. Stob. fl. 65.24.