κυνηγεσία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kunhgesi/a
|Beta Code=kunhgesi/a
|Definition=ἡ, later form for sq. 11, <span class="bibl">D.L.6.31</span>; = Lat. [[venatio]], κ. ἐπετέλεσεν <span class="title">CIG</span>2719 (Stratonicea):—Dor. κυνᾱγ- <span class="title">AP</span>7.338, 6.183 (Zos.).
|Definition=ἡ, later form for sq. 11, <span class="bibl">D.L.6.31</span>; = Lat. [[venatio]], κ. ἐπετέλεσεν <span class="title">CIG</span>2719 (Stratonicea):—Dor. κυνᾱγ- <span class="title">AP</span>7.338, 6.183 (Zos.).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chasse avec des chiens.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγεσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. [[κυνήγιον]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.
|lstext='''κῠνηγεσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. [[κυνήγιον]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chasse avec des chiens.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγεσία Medium diacritics: κυνηγεσία Low diacritics: κυνηγεσία Capitals: ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ
Transliteration A: kynēgesía Transliteration B: kynēgesia Transliteration C: kynigesia Beta Code: kunhgesi/a

English (LSJ)

ἡ, later form for sq. 11, D.L.6.31; = Lat. venatio, κ. ἐπετέλεσεν CIG2719 (Stratonicea):—Dor. κυνᾱγ- AP7.338, 6.183 (Zos.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chasse avec des chiens.
Étymologie: κυνηγετέω.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγεσία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. κυνήγιον), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.

Greek Monolingual

η (AM κυνηγεσία, Α και δωρ. τ. κυναγεσία) κυνηγέτης
κυνηγέσιον.

Greek Monotonic

κῠνηγεσία: Δωρ. κυνᾱγ-, , μεταγεν. τύπος του επόμ. (σημασία II), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγεσία: дор. κῠνᾱγεσία ἡ Plut., Diod., Anth. = κυνηγέσιον 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγεσία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγεσίη [κυνηγέτης] het jagen, de jacht (met honden).

Middle Liddell

later form for κῠνηγέσιον (signf. II), Plut.] [from κῠνηγετέω]