λειώδης: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειώδης]], -ῶδες (Α) [[λείος]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) | |mltxt=[[λειώδης]], -ῶδες (Α) [[λείος]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «λεῖος, [[ὁμαλός]], [[ἐπίπεδος]]». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 09:36, 13 October 2022
English (LSJ)
ες, = λεῖος, smooth, even, Suid.
German (Pape)
[Seite 27] ες, wie glatt, λεῖος, eben, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
Greek Monolingual
λειώδης, -ῶδες (Α) λείος
(κατά το λεξ. Σούδα) «λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος».
Greek Monotonic
λειώδης: -ες (εἶδος), λεῖος, ομαλός, επίπεδος· ως κύριο όνομα σε Όμηρ.