λευκοπάρειος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λευκο-πάρειος, | |mdlsjtxt=λευκο-πάρειος, ''Ionic'' -ῃος, ον [[παρειά]]<br />[[fair]]-cheeked, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:34, 21 September 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, faircheeked, ib.5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.
Greek Monolingual
-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.
Greek Monotonic
λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λευκοπάρειος: ион. λευκοπάρῃος 2 (ᾰ) с бледными ланитами (sc. παρθένος Anth.).