Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιμβός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιμβός]], -όν και [[λίμβος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ορεκτικός]], [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>βος</i> ([[πρβλ]]. <i>κολο</i>-<i>βός</i>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>libo</i> «[[γεύομαι]], [[δοκιμάζω]]» ή με [[ὀλιβρός]]<br />[[ὀλισθηρός]] (<b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] πειστική].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιμβός]], ὁ (Α)<br />βραδινό [[ένδυμα]] με κροσσωτή [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>limbus</i> «[[παρυφή]], [[κράσπεδο]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιμβός]], -όν και [[λίμβος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ορεκτικός]], [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>βος</i> ([[πρβλ]]. [[κολοβός]]). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>libo</i> «[[γεύομαι]], [[δοκιμάζω]]» ή με [[ὀλιβρός]]<br />[[ὀλισθηρός]] (<b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] πειστική].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιμβός]], ὁ (Α)<br />βραδινό [[ένδυμα]] με κροσσωτή [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>limbus</i> «[[παρυφή]], [[κράσπεδο]]»].
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμβός Medium diacritics: λιμβός Low diacritics: λιμβός Capitals: ΛΙΜΒΟΣ
Transliteration A: limbós Transliteration B: limbos Transliteration C: limvos Beta Code: limbo/s

English (LSJ)

ὁ, = Lat. limbus, a dinner-dress, Lyd.Mag.2.4.

German (Pape)

[Seite 47] spätes Wort, = λίχνος.

Greek Monolingual

(I)
λιμβός, -όν και λίμβος, -ον (AM)
μσν.
ορεκτικός, ελκυστικός
αρχ.
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. κολοβός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός
ὀλισθηρός (Ησύχ.) δεν είναι πειστική].
(II)
λιμβός, ὁ (Α)
βραδινό ένδυμα με κροσσωτή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limbus «παρυφή, κράσπεδο»].