μαντευτικός: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μαντευτικός]], -ή, -όν) [[μαντεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαντεία]], [[μαντικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μαντευτικός]], -ή, -όν) [[μαντεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαντεία]], [[μαντικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Wahrsagen]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, Hesych.; ἡ μ., <i>prophetische [[Kraft]]</i>, Plut. <i>def. Or</i>. 40. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for divination: ἡ -κή (sc. τέχνη), = μαντεία, f.l. in E.Ba.299 as cited by Plu.2.432e.
Greek (Liddell-Scott)
μαντευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) = μαντεία, Πλούτ. 2. 432Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) μαντεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.
German (Pape)
zum Wahrsagen gehörig, geschickt, Hesych.; ἡ μ., prophetische Kraft, Plut. def. Or. 40.