μειδίαμα: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] τό, = [[μείδημα]], Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] τό, = [[μείδημα]], Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μειδίᾱμα''': τό, «[[χαμόγελο]]», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. [[μειδίασμα]]· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ [[μειδιασμός]], οῦ, ὁ, [[μειδίαμα]], «[[χαμόγελο]]», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― [[μειδιαστικός]], ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.
|lstext='''μειδίᾱμα''': τό, «[[χαμόγελο]]», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. [[μειδίασμα]]· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ [[μειδιασμός]], οῦ, ὁ, [[μειδίαμα]], «[[χαμόγελο]]», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― [[μειδιαστικός]], ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδίᾱμα Medium diacritics: μειδίαμα Low diacritics: μειδίαμα Capitals: ΜΕΙΔΙΑΜΑ
Transliteration A: meidíama Transliteration B: meidiama Transliteration C: meidiama Beta Code: meidi/ama

English (LSJ)

ατος, τό, smile, smiling, smirk, grin, Luc.Bis Acc.28: pl., Plu.Sull. 35, Corn.ND24:—also μειδίασις, -εως, ἡ, Poll.6.199, Porph.Abst.4.6:

German (Pape)

[Seite 115] τό, = μείδημα, Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
le sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek (Liddell-Scott)

μειδίᾱμα: τό, «χαμόγελο», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. μειδίασμα· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ μειδιασμός, οῦ, ὁ, μειδίαμα, «χαμόγελο», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― μειδιαστικός, ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.

Greek Monolingual

και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) μειδιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο
νεοελλ.
ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε»).

Greek Monotonic

μειδίᾱμα: -ατος, τό, χαμόγελο, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μειδίᾱμα: ατος τό Plut., Luc. = μείδημα.

Middle Liddell

μειδίᾱμα, ατος, τό,
a smile, Plut., Luc. from μειδιάω