μεθεκτικός: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ή, όν, Theil habend, Theil nehmend, zur Theilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ή, όν, Theil habend, Theil nehmend, zur Theilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθεκτικός:''' [[участвующий]], [[имеющий долю участия]] (τινος Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθεκτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεθεκτός]]<br />αυτός που μετέχει σε [[κάτι]], ο [[μέτοχος]] ή ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να μετέχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ μεθεκτικόν<br />το να μετέχει [[κάποιος]] σε [[κάτι]], η [[συμμετοχή]] («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, [[εἴπερ]] μεθεκτικὸν ὁ [[τόπος]];», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[μεθεκτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεθεκτός]]<br />αυτός που μετέχει σε [[κάτι]], ο [[μέτοχος]] ή ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να μετέχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ μεθεκτικόν<br />το να μετέχει [[κάποιος]] σε [[κάτι]], η [[συμμετοχή]] («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, [[εἴπερ]] μεθεκτικὸν ὁ [[τόπος]];», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:26, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, participating in, τῶν εἰδῶν Arist.GC335b12; τὸ μεθεκτικόν, participation, the participant, Id.Ph.209b35.
German (Pape)
[Seite 111] ή, όν, Theil habend, Theil nehmend, zur Theilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μεθεκτικός: участвующий, имеющий долю участия (τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεθεκτικός: -ή, -όν, μετέχων τινός, τῶν εἰδῶν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5· τὸ μεθεκτικόν, τὸ μετέχειν, ἡ μετοχὴ ἔν τινι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 7· ἴδε μέθεξις ΙΙ.
Greek Monolingual
μεθεκτικός, -ή, -όν (ΑM) μεθεκτός
αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτι
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόν
το να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ τόπος;», Αριστοτ.).