μεθεκτός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
μεθεκτή, μεθεκτόν,
A able to be shared in, of the Platonic ideas, Id.Metaph.990b28, al.; ὁ μ. θεός Dam.Pr.25 bis.
II Act., participant, Procl.Inst.189.
German (Pape)
[Seite 111] mitgetheilt, Arist. metaph. 12, 4, 11 u. A.
Russian (Dvoretsky)
μεθεκτός: филос. допускающий участие в себе: εἰ ἔστι μετεκτὰ τὰ εἴδη Arst. если возможно приобщение к идеям; τὸ μετεκτὸν καὶ τὸ μετέχον Plut. участие пассивное и активное.
Greek (Liddell-Scott)
μεθεκτός: -ή, -όν, (μετέχω) οὗ δύναταί τις νὰ μετέχῃ, εὐμετάδοτος, ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 5., 6. 15, 8., 12. 4, 11· πρβλ. μέθεξις. ΙΙ. ὁ μετέχων, μεθεκτοί τινος Κλήμ. Ἀλ. 348 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον μεθεκτικοί).
Greek Monolingual
μεθεκτός, -ή, -όν (ΑM) μετέχω
1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείς
β) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος
(α. «δοκεῖ πᾶσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.)
2. αυτός που μετέχει σε κάτι, μέτοχος.
επίρρ...
μεθεκτῶς (ΑM)
με τρόπο μεθεκτό, με μέθεξη, με συμμετοχή («μεθεκτῶς δὲ τὴν ἐκ θεοῦ τοῦ ἀμεθέκτου προϊοῦσαν δύναμιν», Γρηγ. Θεοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεθ-εκτός < μετ-έχω, λόγω της δασύτητας του αρχ. φωνήεντος του παραγώγου ἑκτός (πρβλ. και μέλλ. μεθ-έξω)].