μελέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui prend soin de, qui se charge de.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελέτωρ''': -ορος, ὁ, ([[μέλω]]) ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, [[τιμωρός]], [[ἐκδικητής]], ἐφάνη γὰρ [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.
|lstext='''μελέτωρ''': -ορος, ὁ, ([[μέλω]]) ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, [[τιμωρός]], [[ἐκδικητής]], ἐφάνη γὰρ [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui prend soin de, qui se charge de.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτωρ Medium diacritics: μελέτωρ Low diacritics: μελέτωρ Capitals: ΜΕΛΕΤΩΡ
Transliteration A: melétōr Transliteration B: meletōr Transliteration C: meletor Beta Code: mele/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (μέλω) one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.

Greek (Liddell-Scott)

μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.

Greek Monolingual

μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Greek Monotonic

μελέτωρ: -ορος, ὁ (μέλω), αυτός που φροντίζει για κάτι, τιμωρός, ἀμφί τινα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελέτωρ: ορος ὁ покровитель, заступник, мститель (ἀμφί τινα Soph.).

Middle Liddell

μελέτωρ, ορος, ὁ, μέλω
one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα Soph.