μεσόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόφθαλμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. <i>κοντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
|mltxt=[[μεσόφθαλμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[κοντόφθαλμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:00, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόφθαλμος Medium diacritics: μεσόφθαλμος Low diacritics: μεσόφθαλμος Capitals: ΜΕΣΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: mesóphthalmos Transliteration B: mesophthalmos Transliteration C: mesofthalmos Beta Code: meso/fqalmos

English (LSJ)

ον, with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.

German (Pape)

[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.

Greek Monolingual

μεσόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)].