μεσαιπόλιος: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à demi blanc, grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]». | |lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».
English (Autenrieth)
(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.
Greek Monolingual
μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.
Greek Monotonic
μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. αντί μεσοπόλιος, αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. μεσήλικας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεσαιπόλιος: [μέσαι - locativus к μέσος наполовину седой, с проседью (Ἰδομενεύς Hom.).
Middle Liddell
μεσαι-πόλιος, ον [poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.