μισόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=miso/doulos
|Beta Code=miso/doulos
|Definition=ον, [[hating slaves]]: <b class="b3">ἡ μ. βοτάνη</b>, = [[ὤκιμον]], <span class="title">Gp.</span>11.28.1, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=ον, [[hating slaves]]: <b class="b3">ἡ μ. βοτάνη</b>, = [[ὤκιμον]], <span class="title">Gp.</span>11.28.1, <span class="title">Gloss.</span>
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[βοτάνη]];<br />autre nom de la plante [[ὤκιμον]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσόδουλος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. [[βοτάνη]], = [[ὤκιμον]], Γεωπ. 11. 28.
|lstext='''μῑσόδουλος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. [[βοτάνη]], = [[ὤκιμον]], Γεωπ. 11. 28.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[βοτάνη]];<br />autre nom de la plante [[ὤκιμον]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισόδουλος]], ον (ΑΜ)<br />αυτός που μισεί τους δούλους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόδουλον</i><br />[[ονομασία]] του φυτού ώκιμον, ο [[βασιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]] ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δουλος</i>)].
|mltxt=[[μισόδουλος]], ον (ΑΜ)<br />αυτός που μισεί τους δούλους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόδουλον</i><br />[[ονομασία]] του φυτού ώκιμον, ο [[βασιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]] ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δουλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόδουλος Medium diacritics: μισόδουλος Low diacritics: μισόδουλος Capitals: ΜΙΣΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: misódoulos Transliteration B: misodoulos Transliteration C: misodoulos Beta Code: miso/doulos

English (LSJ)

ον, hating slaves: ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Gp.11.28.1, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. βοτάνη;
autre nom de la plante ὤκιμον.
Étymologie: μισέω, δοῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόδουλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Γεωπ. 11. 28.

Greek Monolingual

μισόδουλος, ον (ΑΜ)
αυτός που μισεί τους δούλους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον
ονομασία του φυτού ώκιμον, ο βασιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δοῦλος (πρβλ. φιλό-δουλος)].