νυκτιφρούρητος: Difference between revisions
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nuktifrou/rhtos | |Beta Code=nuktifrou/rhtos | ||
|Definition=ον, [[watching by night]], θράσος <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>861</span>. | |Definition=ον, [[watching by night]], θράσος <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>861</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui fait bonne garde la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φρουρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτιφρούρητος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, [[θράσος]] Αἰσχύλ. Πρ. 862. | |lstext='''νυκτιφρούρητος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, [[θράσος]] Αἰσχύλ. Πρ. 862. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, watching by night, θράσος A.Pr.861.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.
Greek Monolingual
νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).
Greek Monotonic
νυκτιφρούρητος: -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτιφρούρητος: несущий ночную стражу (θράσος Aesch.).
Middle Liddell
νυκτι-φρούρητος, ον,
watching by night, Aesch.