ξυλοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυλοπέδη]], ἡ (ΑΜ)<br />[[ξύλινος]] [[ποδόδεσμος]] με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ( | |mltxt=[[ξυλοπέδη]], ἡ (ΑΜ)<br />[[ξύλινος]] [[ποδόδεσμος]] με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ([[πρβλ]]. [[τροχοπέδη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, log of wood tied to the feet, Aq.Jb.13.27,33.11.
German (Pape)
[Seite 281] hölzerner Fußblock, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπέδη: ἡ, ξύλινος δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.
Greek Monolingual
ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ)
ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].