ἐκτοπιστικός: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)ktopistiko/s | |Beta Code=e)ktopistiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[migratory]], <b class="b3">ἐ. ζῷα</b>, opp. [[ἐπιδημητικά]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a14</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>694a5</span>. | |Definition=ή, όν, [[migratory]], <b class="b3">ἐ. ζῷα</b>, opp. [[ἐπιδημητικά]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a14</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>694a5</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[migratorio]] τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>14, [[γένη]] ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.<i>PA</i> 694<sup>a</sup>6, de los atunes, Arist.<i>Fr</i>.303. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτοπιστικός''': -ή, -όν, [[ἀποδημητικός]], ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· [[βίος]] π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18. | |lstext='''ἐκτοπιστικός''': -ή, -όν, [[ἀποδημητικός]], ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· [[βίος]] π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, migratory, ἐ. ζῷα, opp. ἐπιδημητικά, Arist.HA488a14; βίος Id.PA694a5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
migratorio τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.HA 488a14, γένη ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.PA 694a6, de los atunes, Arist.Fr.303.
German (Pape)
[Seite 782] ή, όν, zum Entfernen, Verändern des Ortes geneigt; Ggstz von ἐπιδημητικός, Arist. H. A. 1, 1; βίος, Wanderleben, part. an. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοπιστικός: -ή, -όν, ἀποδημητικός, ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· βίος π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α ἐκτοπιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτοπιστικός: передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный (ζῷα Arst.).