ἐξάμβλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ca/mblwma
|Beta Code=e)ca/mblwma
|Definition=ατος, τό, [[abortion]], <span class="bibl">Artem.1.51</span> (pl.).
|Definition=ατος, τό, [[abortion]], <span class="bibl">Artem.1.51</span> (pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[aborto]] ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos</i> Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάμβλωμα''': τό, τὸ προώρως γεννηθέν, [[ἔκτρωμα]], Ἀρτεμίδ. 1. 51, [[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐξάμβλωμα''': τό, τὸ προώρως γεννηθέν, [[ἔκτρωμα]], Ἀρτεμίδ. 1. 51, [[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[aborto]] ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos</i> Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐξάμβλωμα]])<br />[[έμβρυο]] πρόωρα γεννημένο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] τερατώδες [[γέννημα]] ή [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάμβλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξαμβλώ]]. Η λ. σήμαινε αρχικά «[[προϊόν]] αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το [[έμβρυο]] που απεβλήθη με [[εξάμβλωση]], το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' [[επέκταση]] [[καθετί]] που απορρίπτεται ως [[έκτρωμα]], τερατώδες [[κατασκεύασμα]]].
|mltxt=το (AM [[ἐξάμβλωμα]])<br />[[έμβρυο]] πρόωρα γεννημένο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] τερατώδες [[γέννημα]] ή [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάμβλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξαμβλώ]]. Η λ. σήμαινε αρχικά «[[προϊόν]] αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το [[έμβρυο]] που απεβλήθη με [[εξάμβλωση]], το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' [[επέκταση]] [[καθετί]] που απορρίπτεται ως [[έκτρωμα]], τερατώδες [[κατασκεύασμα]]].
}}
}}

Revision as of 16:11, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάμβλωμα Medium diacritics: ἐξάμβλωμα Low diacritics: εξάμβλωμα Capitals: ΕΞΑΜΒΛΩΜΑ
Transliteration A: exámblōma Transliteration B: examblōma Transliteration C: eksamvloma Beta Code: e)ca/mblwma

English (LSJ)

ατος, τό, abortion, Artem.1.51 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.

German (Pape)

[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].