ἐπινοητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0966.png Seite 966]] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0966.png Seite 966]] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pense à, soucieux de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπινοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.
|lstext='''ἐπινοητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pense à, soucieux de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπινοέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπινοητής]], θηλ. [[ἐπινοήτρια]]) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που επινοεί, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]].
|mltxt=ο (AM [[ἐπινοητής]], θηλ. [[ἐπινοήτρια]]) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που επινοεί, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 15:22, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητής Medium diacritics: ἐπινοητής Low diacritics: επινοητής Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΗΣ
Transliteration A: epinoētḗs Transliteration B: epinoētēs Transliteration C: epinoitis Beta Code: e)pinohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, inventive person, περὶ τὰς ἐδωδάς M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 966] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pense à, soucieux de.
Étymologie: ἐπινοέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ
1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης
2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.