ἀκρατόφρων: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)krato/frwn
|Beta Code=a)krato/frwn
|Definition=ονος, [[lacking in self-control]], gloss on [[χαλίφρων]], Sch. <span class="bibl">Od.19.530</span>.
|Definition=ονος, [[lacking in self-control]], gloss on [[χαλίφρων]], Sch. <span class="bibl">Od.19.530</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br />[[irreflexivo]], [[que no tiene control]] Sch.<i>Od</i>.19.530.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρατόφρων''': -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, [[ἀσύνετος]], [[ἄφρων]], «[[ἔνιοι]] δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, [[χάλις]] γὰρ ὁ [[οἶνος]] ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.
|lstext='''ἀκρατόφρων''': -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, [[ἀσύνετος]], [[ἄφρων]], «[[ἔνιοι]] δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, [[χάλις]] γὰρ ὁ [[οἶνος]] ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br />[[irreflexivo]], [[que no tiene control]] Sch.<i>Od</i>.19.530.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρατόφρων]] (-ονος), -ον (Μ)<br />αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, [[αχαλίνωτος]], [[ασυγκράτητος]], [[ασύνετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρατὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].
|mltxt=[[ἀκρατόφρων]] (-ονος), -ον (Μ)<br />αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, [[αχαλίνωτος]], [[ασυγκράτητος]], [[ασύνετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρατὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾰτόφρων Medium diacritics: ἀκρατόφρων Low diacritics: ακρατόφρων Capitals: ΑΚΡΑΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: akratóphrōn Transliteration B: akratophrōn Transliteration C: akratofron Beta Code: a)krato/frwn

English (LSJ)

ονος, lacking in self-control, gloss on χαλίφρων, Sch. Od.19.530.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
irreflexivo, que no tiene control Sch.Od.19.530.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρατόφρων: -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, ἀσύνετος, ἄφρων, «ἔνιοι δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, χάλις γὰρ ὁ οἶνος ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.

Greek Monolingual

ἀκρατόφρων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + -φρων < φρήν.