ἀμφίμακρος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mfi/makros | |Beta Code=a)mfi/makros | ||
|Definition=ον, <b class="b2">long at both ends:</b> - <b class="b3">ὁ ἀ</b>. metrical foot [[amphimacer]], (as [[Οἰδίπους]]), also called [[creticus]], <span class="bibl">Heph.3.2</span>, Quint.<span class="title">Inst.</span>9.4.81, etc. | |Definition=ον, <b class="b2">long at both ends:</b> - <b class="b3">ὁ ἀ</b>. metrical foot [[amphimacer]], (as [[Οἰδίπους]]), also called [[creticus]], <span class="bibl">Heph.3.2</span>, Quint.<span class="title">Inst.</span>9.4.81, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />subst. ὁ ἀ. métr. [[largo en ambos extremos]] e.d. el pie métrico [[anfímacro]] o [[crético]] (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.<i>Inst</i>.9.4.81. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίμακρος''': -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ [[ἄκρα]]: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς [[Οἰδίπους]]), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ. | |lstext='''ἀμφίμακρος''': -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ [[ἄκρα]]: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς [[Οἰδίπους]]), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, long at both ends: - ὁ ἀ. metrical foot amphimacer, (as Οἰδίπους), also called creticus, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, etc.
Spanish (DGE)
-ον
subst. ὁ ἀ. métr. largo en ambos extremos e.d. el pie métrico anfímacro o crético (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81.
German (Pape)
[Seite 141] auf beiden Seiten lang, der Versfuß - ñ– bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίμακρος: -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς Οἰδίπους), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μακρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίμακρος: ὁ (sc. πούς) (= κρητικός ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –).