ἀνάπραξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)na/pracis
|Beta Code=a)na/pracis
|Definition=εως, ἡ, [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων <span class="bibl">D.H.6.1</span>; τοῦ ἀργυρίου <span class="title">IG</span>9(1).694.10 (Corcyra).
|Definition=εως, ἡ, [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων <span class="bibl">D.H.6.1</span>; τοῦ ἀργυρίου <span class="title">IG</span>9(1).694.10 (Corcyra).
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου.
|mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου.
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπραξις Medium diacritics: ἀνάπραξις Low diacritics: ανάπραξις Capitals: ΑΝΑΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: anápraxis Transliteration B: anapraxis Transliteration C: anapraksis Beta Code: a)na/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ, exaction of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.10 (Corcyra).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
exacción δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου IG 9(1).694.10 (Corcira), abs. IG 4.558.10 (Argos I a.C.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, Eintreibung einer Schuld, Einforderung, Dion. Hal. 6, 1, öfter; Inscr. 1845.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπραξις: ἡ, ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ ἐκδάνεισις καὶ ἀνάπραξις τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... καθώς κα δοκῇ βουλᾷ καλῶς ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.

Greek Monolingual

ἀνάπραξις (-εως), η (Α) ἀναπράσσω
είσπραξη χρέους ή προστίμου.