ἀνάπραξις: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)na/pracis | |Beta Code=a)na/pracis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων <span class="bibl">D.H.6.1</span>; τοῦ ἀργυρίου <span class="title">IG</span>9(1).694.10 (Corcyra). | |Definition=εως, ἡ, [[exaction]] of a debt or penalty, δανείων <span class="bibl">D.H.6.1</span>; τοῦ ἀργυρίου <span class="title">IG</span>9(1).694.10 (Corcyra). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10. | |lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου. | |mltxt=[[ἀνάπραξις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπράσσω]]<br />[[είσπραξη]] χρέους ή προστίμου. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, exaction of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.10 (Corcyra).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
exacción δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου IG 9(1).694.10 (Corcira), abs. IG 4.558.10 (Argos I a.C.).
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, Eintreibung einer Schuld, Einforderung, Dion. Hal. 6, 1, öfter; Inscr. 1845.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπραξις: ἡ, ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ ἐκδάνεισις καὶ ἀνάπραξις τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... καθώς κα δοκῇ βουλᾷ καλῶς ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
Greek Monolingual
ἀνάπραξις (-εως), η (Α) ἀναπράσσω
είσπραξη χρέους ή προστίμου.