ἀνθυπαλλαγή: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nqupallagh/ | |Beta Code=a)nqupallagh/ | ||
|Definition=ἡ, Rhet., [[substitution of one case for another]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>60</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>204.27</span>, al. | |Definition=ἡ, Rhet., [[substitution of one case for another]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>60</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>204.27</span>, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />gram. [[sustitución]] de un caso gramatical por otro, Demetr.<i>Eloc</i>.60, ἀ. ἀριθμοῦ A.D.<i>Synt</i>.204.27. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθυπαλλαγή''': ἡ, ἡ [[ἀνταλλαγή]], Δημήτρ. Φαλ. 60. | |lstext='''ἀνθυπαλλαγή''': ἡ, ἡ [[ἀνταλλαγή]], Δημήτρ. Φαλ. 60. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθυπαλλαγή]], η (Α)<br />η [[ανταλλαγή]], η [[αντικατάσταση]] μιας πτώσης με [[άλλη]] (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο). | |mltxt=[[ἀνθυπαλλαγή]], η (Α)<br />η [[ανταλλαγή]], η [[αντικατάσταση]] μιας πτώσης με [[άλλη]] (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Rhet., substitution of one case for another, Demetr.Eloc.60, A.D.Synt.204.27, al.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
gram. sustitución de un caso gramatical por otro, Demetr.Eloc.60, ἀ. ἀριθμοῦ A.D.Synt.204.27.
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, gegenseitige Vertauschung, πτώσεων, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπαλλαγή: ἡ, ἡ ἀνταλλαγή, Δημήτρ. Φαλ. 60.
Greek Monolingual
ἀνθυπαλλαγή, η (Α)
η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο).