ἀντιφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ntifula/ssw
|Beta Code=a)ntifula/ssw
|Definition=Att. ἀντιφυλάττω, [[watch in turn]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>705e</span>:—Med., [[to be on one's guard in turn]], <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>2.5.3</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>36</span>.
|Definition=Att. ἀντιφυλάττω, [[watch in turn]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>705e</span>:—Med., [[to be on one's guard in turn]], <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>2.5.3</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>36</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br />[[vigilar a su vez]] μοι Pl.<i>Lg</i>.705e<br /><b class="num">•</b>en v. med., abs. [[tomar medidas de precaución a su vez]] X.<i>An</i>.2.5.3, Plu.<i>Demetr</i>.36.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ [[ἡμεῖς]] ὁρῶντες [[ταῦτα]] ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.
|lstext='''ἀντιφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., [[λαμβάνω]] προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ [[ἡμεῖς]] ὁρῶντες [[ταῦτα]] ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br />[[vigilar a su vez]] μοι Pl.<i>Lg</i>.705e<br /><b class="num">•</b>en v. med., abs. [[tomar medidas de precaución a su vez]] X.<i>An</i>.2.5.3, Plu.<i>Demetr</i>.36.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφῠλάσσω Medium diacritics: ἀντιφυλάσσω Low diacritics: αντιφυλάσσω Capitals: ΑΝΤΙΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: antiphylássō Transliteration B: antiphylassō Transliteration C: antifylasso Beta Code: a)ntifula/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιφυλάττω, watch in turn, Pl.Lg.705e:—Med., to be on one's guard in turn, X. An.2.5.3, cf. Plu.Demetr.36.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
vigilar a su vez μοι Pl.Lg.705e
en v. med., abs. tomar medidas de precaución a su vez X.An.2.5.3, Plu.Demetr.36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.

Greek Monolingual

ἀντιφυλάσσω κ. -ττω (Α)
επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί.

Greek Monotonic

ἀντιφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφῠλάσσω: атт. ἀντιφῠλάττω
1) со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);
2) med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).

Middle Liddell


to watch in turn, Plat.:—Mid. to be on one's guard against, τινά Xen.