ἄφολκος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/folkos
|Beta Code=a)/folkos
|Definition=ον, (ὁλκή) [[not having weight]], <b class="b3">δραχμῇ ἀφολκότερον</b> [[too light]] by a drachm, <span class="bibl">Str.15.3.22</span>.
|Definition=ον, (ὁλκή) [[not having weight]], <b class="b3">δραχμῇ ἀφολκότερον</b> [[too light]] by a drachm, <span class="bibl">Str.15.3.22</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no pesa]] ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no pesa]] ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφολκος]], -ον (Α)<br />[[λιποβαρής]], [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ολκός]], <i>ο</i> («[[μηχανή]] με την οποία σύρονταν πλοία στην [[ξηρά]], [[κυματισμός]], [[βάρος]]») <span style="color: red;"><</span> [[έλκω]]].
|mltxt=[[ἄφολκος]], -ον (Α)<br />[[λιποβαρής]], [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ολκός]], <i>ο</i> («[[μηχανή]] με την οποία σύρονταν πλοία στην [[ξηρά]], [[κυματισμός]], [[βάρος]]») <span style="color: red;"><</span> [[έλκω]]].
}}
}}

Revision as of 16:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφολκος Medium diacritics: ἄφολκος Low diacritics: άφολκος Capitals: ΑΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: ápholkos Transliteration B: apholkos Transliteration C: afolkos Beta Code: a)/folkos

English (LSJ)

ον, (ὁλκή) not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no pesa ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.

German (Pape)

[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.

Greek Monolingual

ἄφολκος, -ον (Α)
λιποβαρής, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ολκός, ομηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω].