κωνωπεῖον: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] τό, ein bes. in Aegypten gebräuchliches Bett mit seinen Vorhängen, um die Mücken abzuhalten, Mückennetz von seiner Gaze, LXX, vgl. conopeum der Lateiner. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] τό, ein bes. in Aegypten gebräuchliches Bett mit seinen Vorhängen, um die Mücken abzuhalten, Mückennetz von seiner Gaze, LXX, vgl. conopeum der Lateiner. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />moustiquaire.<br />'''Étymologie:''' [[κώνωψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωνωπεῖον''': τό, ([[κώνωψ]]) Αἰγυπτιακὴ [[κλίνη]] ἢ ἀνάκλιντρον [[μετὰ]] παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· [[ὡσαύτως]] κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ. | |lstext='''κωνωπεῖον''': τό, ([[κώνωψ]]) Αἰγυπτιακὴ [[κλίνη]] ἢ ἀνάκλιντρον [[μετὰ]] παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· [[ὡσαύτως]] κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:24, 1 October 2022
German (Pape)
[Seite 1546] τό, ein bes. in Aegypten gebräuchliches Bett mit seinen Vorhängen, um die Mücken abzuhalten, Mückennetz von seiner Gaze, LXX, vgl. conopeum der Lateiner.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moustiquaire.
Étymologie: κώνωψ.
Greek (Liddell-Scott)
κωνωπεῖον: τό, (κώνωψ) Αἰγυπτιακὴ κλίνη ἢ ἀνάκλιντρον μετὰ παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· ὡσαύτως κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ.
Greek Monolingual
κωνωπεῖον, τὸ (Α) κώνωψ αραχνοειδές ύφασμα που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα πάνω από κρεβάτι, το οποίο περιβάλλει για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα.
Greek Monotonic
κωνωπεῖον: τό (κώνωψ), αιγυπτιακό ανάκλιντρο με κουνουπιέρες· conopium, στον Οράτ.
Middle Liddell
κωνωπεῖον, ου, τό, κώνωψ
an Egyptian couch with mosquito-curtains; conopium in Hor.