ὁλκεῖον: Difference between revisions
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] τό, ein Holz unten am Schiffe, an welchem dieses gezogen wurde (vgl. [[ὁλκήϊον]]). Auch, wie [[ὁλκαῖον]], ein Gefäß, nach Poll. 10, 176 [[ἀγγεῖον]] ὑγρῶν τε καὶ ξηρῶν, ὡς ἐπιτοπολὺ χαλκοῦν, mit Beispielen aus Men. u. Philem. belegt; vgl. Epigen. Ath. IX, 472 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] τό, ein Holz unten am Schiffe, an welchem dieses gezogen wurde (vgl. [[ὁλκήϊον]]). Auch, wie [[ὁλκαῖον]], ein Gefäß, nach Poll. 10, 176 [[ἀγγεῖον]] ὑγρῶν τε καὶ ξηρῶν, ὡς ἐπιτοπολὺ χαλκοῦν, mit Beispielen aus Men. u. Philem. belegt; vgl. Epigen. Ath. IX, 472 e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλκεῖον:''' τό [[varia lectio|v.l.]] = [[ὁλκίον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁλκεῖον, δ. γρφ. [[ὁλκίον]], επικ. τ. [[ὁλκήϊον]], τὸ (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> το οπίσθιο [[μέρος]] της πρύμνης του πλοίου<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια. | |mltxt=ὁλκεῖον, δ. γρφ. [[ὁλκίον]], επικ. τ. [[ὁλκήϊον]], τὸ (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> το οπίσθιο [[μέρος]] της πρύμνης του πλοίου<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, A large bowl or basin, SIG869.16 (Eleusis), Inscr.Olymp.468.6, Epig.6, Philem.17, Men.73, BCH35.286(Delos, ii B. C.), Πολέμων 1.126 (Demetrias), Plb.30.26.1 (ὁλκίων codd. Ath.), PSI4.428.62, Plu.Alex.20 (ὁλκίον codd.). II in Ep. form ὁλκήϊον, = ὁλκαῖον, A.R.4.1609.
German (Pape)
[Seite 323] τό, ein Holz unten am Schiffe, an welchem dieses gezogen wurde (vgl. ὁλκήϊον). Auch, wie ὁλκαῖον, ein Gefäß, nach Poll. 10, 176 ἀγγεῖον ὑγρῶν τε καὶ ξηρῶν, ὡς ἐπιτοπολὺ χαλκοῦν, mit Beispielen aus Men. u. Philem. belegt; vgl. Epigen. Ath. IX, 472 e.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ὁλκεῖον: τό, (ἕλκω) πηδάλιον, Σοφ. Ἀποσπ. 388 (παρὰ Πολυδ. Ι΄, 134, ἔνθα κακῶς ὁλκία)· οὕτως ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁλκήιον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1609. ΙΙ. μεγάλη λεκάνη ἢ ἀγγεῖον, ἔνθα ἔπλυνον τὰ ποτήρια κτλ., Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 9, Πολύδ. παρ’ Ἀθην. 195C, 199Ε, Πλουτ. Ἀλεξ. 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἡμαρτημένως φέρεται ὁλκίον)· - ἕτερος τύπος ὁλκαῖον, μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. Ϛ΄, 99 ἐκ τοῦ Ἀντιόχου (πιθ. Ἀντιδότου, Meineke), πρβλ. 10. 78.
Greek Monolingual
ὁλκεῖον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) ολκή
1. το οπίσθιο μέρος της πρύμνης του πλοίου
2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια.