εὐθηλής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς [[τύχη]] Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); [[πλάτανος]] Philip. 64 (IX, 247). S. auch [[εὐθαλής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς [[τύχη]] Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); [[πλάτανος]] Philip. 64 (IX, 247). S. auch [[εὐθαλής]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηλή]]<br />well-nurtured, [[thriving]], [[goodly]], Eur., Ar.
|mdlsjtxt=[[θηλή]]<br />well-nurtured, [[thriving]], [[goodly]], Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηλής Medium diacritics: εὐθηλής Low diacritics: ευθηλής Capitals: ΕΥΘΗΛΗΣ
Transliteration A: euthēlḗs Transliteration B: euthēlēs Transliteration C: efthilis Beta Code: eu)qhlh/s

English (LSJ)

ές, v. εὐθᾱλής.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.

Russian (Dvoretsky)

εὐθηλής: = εὐθαλής II.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.

Greek Monolingual

εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).

Greek Monotonic

εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

θηλή
well-nurtured, thriving, goodly, Eur., Ar.