ταραξίπολις: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ( | |mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. [[ὀνησίπολις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, troubling the city, Ph.2.520 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1070] εως u. ιδος, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat verwirrend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραξίπολις: [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ταράττων τὴν πόλιν, κακῶν εὑρεταί, ταραξιπόλιδες Φίλων 2. 520.
Greek Monolingual
-όλιδος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + πόλις (πρβλ. ὀνησίπολις)].