τετράκερως: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] mit vier Hörnern; [[ἔλαφος]], Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] mit vier Hörnern; [[ἔλαφος]], Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à quatre cornes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράκερως''': -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, [[ἔλαφος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.
|lstext='''τετράκερως''': -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, [[ἔλαφος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à quatre cornes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκερως Medium diacritics: τετράκερως Low diacritics: τετράκερως Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΩΣ
Transliteration A: tetrákerōs Transliteration B: tetrakerōs Transliteration C: tetrakeros Beta Code: tetra/kerws

English (LSJ)

ων, = τετρακέρατος, four-horned, ἔλαφος App.Anth.1.95; ὄϊς Opp.C.2.378.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Hörnern; ἔλαφος, Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à quatre cornes.
Étymologie: τέσσαρες, κέρας.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκερως: -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, ἔλαφος Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.

Greek Monolingual

ο / τετράκερως, -ων, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως
ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, τετρακέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μονό-κερως].

Greek Monotonic

τετράκερως: -ων (κέρας), αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετράκερως: 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).

Middle Liddell

τετρά-κερως, ων, κέρας
four-horned, Anth.