τριγωνικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τριγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τρίγωνον]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> (σχετικά με τύπο υβριδίωσης [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν [[μέρος]] [[τρία]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό <i>s</i> και [[τρία]] τροχιακά <i>p</i><br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριγωνική [[πυραμίδα]]» — [[πυραμίδα]] που έχει ως [[βάση]] [[τρίγωνο]]<br />β) «τριγωνικό [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου δύο έδρες [[είναι]] τρίγωνα<br />γ) «τριγωνικό [[εμπόριο]]» — [[εμπόριο]] το οποίο διεξαγόταν [[κατά]] τον 17ο και [[κυρίως]] [[κατά]] τον 18ο αιώνα, [[ιδίως]] από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού<br />δ) «τριγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το ρομβοεδρικό [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνικώς]] / <i>τριγωνικῶς</i>, ΝΑ, και <i>τριγωνικά</i> Ν<br />με τριγωνικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[τριγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τρίγωνον]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> (σχετικά με τύπο υβριδίωσης [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν [[μέρος]] [[τρία]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό <i>s</i> και [[τρία]] τροχιακά <i>p</i><br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριγωνική [[πυραμίδα]]» — [[πυραμίδα]] που έχει ως [[βάση]] [[τρίγωνο]]<br />β) «τριγωνικό [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου δύο έδρες [[είναι]] τρίγωνα<br />γ) «τριγωνικό [[εμπόριο]]» — [[εμπόριο]] το οποίο διεξαγόταν [[κατά]] τον 17ο και [[κυρίως]] [[κατά]] τον 18ο αιώνα, [[ιδίως]] από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού<br />δ) «τριγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το ρομβοεδρικό [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνικώς]] / <i>τριγωνικῶς</i>, ΝΑ, και <i>τριγωνικά</i> Ν<br />με τριγωνικό τρόπο.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[dreieckig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνικός Medium diacritics: τριγωνικός Low diacritics: τριγωνικός Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: trigōnikós Transliteration B: trigōnikos Transliteration C: trigonikos Beta Code: trigwniko/s

English (LSJ)

ή, όν, triangular, Ptol.Tetr.38, Iamb. in Nic.p.58P.; πυραμίδες, on triangular base, Nicom.Ar.2.14. Adv. -κῶς An.Ox. 3.195.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνικός: -ή, -όν, ὅμοιος τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τρίγωνον
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p
2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνο
β) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου δύο έδρες είναι τρίγωνα
γ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού
δ) «τριγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.
επίρρ...
τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Ν
με τριγωνικό τρόπο.

German (Pape)

ή, όν, dreieckig, Sp.