τριγλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=triglofo/ros
|Beta Code=triglofo/ros
|Definition=ον, [[bearing mullets]], <b class="b3">τ. χιτών</b> a net [[for catching them]], AP6.11 (Satyrius).
|Definition=ον, [[bearing mullets]], <b class="b3">τ. χιτών</b> a net [[for catching them]], AP6.11 (Satyrius).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui contient des mulets <i>ou</i> des rougets (filet).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγλα]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριγλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. [[χιτών]], [[δίκτυον]] πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.
|lstext='''τριγλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. [[χιτών]], [[δίκτυον]] πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui contient des mulets <i>ou</i> des rougets (filet).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγλα]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλοφόρος Medium diacritics: τριγλοφόρος Low diacritics: τριγλοφόρος Capitals: ΤΡΙΓΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: triglophóros Transliteration B: triglophoros Transliteration C: trigloforos Beta Code: triglofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].

Greek Monotonic

τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).

Middle Liddell

τριγλο-φόρος, ον, φέρω
bearing mullets, τρ. χιτών a net for catching them, Anth.