τύξις: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κατασκευή]], τεῡξις<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[τεῦξις]], σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τεύχω]] (<b>πρβλ.</b> <i>τυκ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κατασκευή]], τεῡξις<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[τεῦξις]], σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τεύχω]] ([[πρβλ]]. [[τυκτός]])].
}}
}}

Revision as of 16:39, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύξις Medium diacritics: τύξις Low diacritics: τύξις Capitals: ΤΥΞΙΣ
Transliteration A: týxis Transliteration B: tyxis Transliteration C: tyksis Beta Code: tu/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, artifice, Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1162] ἡ, = τεῦξις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τύξις: ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον: παρασκεύασιν).

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις
2. τέχνασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τεῦξις, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. τεύχω (πρβλ. τυκτός)].