ἀσφαραγέω: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit par entrechoquement <i>en parl. d'un homme en armes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφαραγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφᾰρᾰγέω''': (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.
|lstext='''ἀσφᾰρᾰγέω''': (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit par entrechoquement <i>en parl. d'un homme en armes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφαραγέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφᾰρᾰγέω Medium diacritics: ἀσφαραγέω Low diacritics: ασφαραγέω Capitals: ΑΣΦΑΡΑΓΕΩ
Transliteration A: aspharagéō Transliteration B: aspharageō Transliteration C: asfarageo Beta Code: a)sfarage/w

English (LSJ)

(ἀ- euph., σφαραγέω) resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit par entrechoquement en parl. d'un homme en armes.
Étymologie: , σφαραγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.

Greek Monotonic

ἀσφᾰρᾰγέω: μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφᾰραγέω: бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v.l. к ἀμφαγείρομαι).

Middle Liddell

σφαραγέω, to resound, clang, of armed men, Theocr.