ὀμοργάζω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] = [[ὀμόργνυμι]], H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] = [[ὀμόργνυμι]], H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμοργάζω Medium diacritics: ὀμοργάζω Low diacritics: ομοργάζω Capitals: ΟΜΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: omorgázō Transliteration B: omorgazō Transliteration C: omorgazo Beta Code: o)morga/zw

English (LSJ)

= ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).

German (Pape)

[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.

French (Bailly abrégé)

c. ὀμόργνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.

Greek Monolingual

ὀμοργάζω (Α)
σφουγγίζω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- του ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

ὀμοργάζω: = ὀμόργνυμι, σκουπίζω, σφουγγίζω, γʹ ενικ. παρατ. ὠμόργαζε, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὀμοργάζω: HH = ὀμόργνυμι.

Middle Liddell

ὀμοργάζω, = ὀμόργνυμι
to wipe off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.