ὁλμειός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁλμειός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] [[μέσα]] στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το [[κάτω]] [[άκρο]] της ατράκτου βαρούλκου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλός]] [[λίθος]] με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αμν</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i>)].
|mltxt=ο (Α [[ὁλμειός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] [[μέσα]] στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το [[κάτω]] [[άκρο]] της ατράκτου βαρούλκου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλός]] [[λίθος]] με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αμνειός]], [[στελειός]])].
}}
}}

Revision as of 08:24, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλμειός Medium diacritics: ὁλμειός Low diacritics: ολμειός Capitals: ΟΛΜΕΙΟΣ
Transliteration A: holmeiós Transliteration B: holmeios Transliteration C: olmeios Beta Code: o(lmeio/s

English (LSJ)

ὁ, mortar, Sch.Ar.V.238.

German (Pape)

[Seite 324] ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλμειός: ὁ, = ὅλμος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.

Greek Monolingual

ο (Α ὁλμειός)
νεοελλ.
πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο της ατράκτου βαρούλκου πλοίου
αρχ.
στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμνειός, στελειός)].