ὁμόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] von derselben, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = [[ὁμόχροια]]; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ [[λεῖος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] von derselben, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = [[ὁμόχροια]]; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ [[λεῖος]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὁμόχρους]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], ἀντίθ. τῷ [[ποικίλος]]. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - [[οὕτως]], ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.<br />ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. [[ὁμόχροια]] ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.
|lstext='''ὁμόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], ἀντίθ. τῷ [[ποικίλος]]. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - [[οὕτως]], ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.<br />ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. [[ὁμόχροια]] ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὁμόχρους]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμόχροος:''' стяж. [[ὁμόχρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[одного цвета]], [[одноцветный]] (ὁ. καὶ [[λεῖος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[такого же]] (одинакового) цвета, сходный по цвету ([[Ἠώς]] Anth.).
|elrutext='''ὁμόχροος:''' стяж. [[ὁμόχρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[одного цвета]], [[одноцветный]] (ὁ. καὶ [[λεῖος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[такого же]] (одинакового) цвета, сходный по цвету ([[Ἠώς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχροος Medium diacritics: ὁμόχροος Low diacritics: ομόχροος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: homóchroos Transliteration B: homochroos Transliteration C: omochroos Beta Code: o(mo/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ὁμό-χρους, ουν, of one colour, opp. ποικίλος, Arist.HA543a25, cf. 525a4; alike in colour, prob. in Epicur.Ep.Ip.IIU., cf.Gal.13.496, AP5.300 (Paul.Sil.); uniform in colour, Hp.Mul.1.40 : heterocl.pl. ὁμόχρους (from ὁμόχροες) Archig. ap. Paul.Aeg.4.5.

German (Pape)

[Seite 342] von derselben, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = ὁμόχροια; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ λεῖος.

French (Bailly abrégé)

v. ὁμόχρους.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ χρῶμα, ἀντίθ. τῷ ποικίλος. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - οὕτως, ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.
ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. ὁμόχροια ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόχροος: стяж. ὁμόχρους 2
1) одного цвета, одноцветный (ὁ. καὶ λεῖος Arst.);
2) такого же (одинакового) цвета, сходный по цвету (Ἠώς Anth.).