ὁμόχροια
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ,
A sameness of colour, X.Cyn.5.18, Arist.Mete. 342b20, Gp.18.1.1.
II even surface of the body, skin, Hdt.1.74 (acc. ὁμοχροίην or -χροιίην); so ὁμοχροίη, of inner and outer surfaces of skull, Hp.VC1; of surface of eye, Id.Carn.17: metaph., οὐδὲ ἅπτεται ταῦτα τῆς ὁμοχροίας Pl.Ax.369d.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, die gleiche Farbe; Xen. Cyn. 5, 18; Luc. imag. 9. – Auch = Folgdm, Plat. Ax. 369 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 similitude de couleur;
2 surface égale, unie de la peau.
Étymologie: ὁμόχροος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχροια: ἡ
1 одинаковость цвета, одноцветность Xen.;
2 поверхность кожи, кожа: ἅπτεσθαι τῆς ὁμοχροίας Plat. чуть касаться кожи.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχροια: ἡ, ταυτότης χροιᾶς, Ξεν. Κυν. 5, 18, Γεωπ. 18. 1, 1. ΙΙ. ἡ ὁμαλὴ τοῦ σώματος ἐπιφάνεια, τὸ δέρμα, Ἡρόδ. 1. 74 (ἔνθα ἡ αἰτ. φέρεται ὁμοχροιίην· οὕτως, ὁμοχροίη, ὁμοχροίην παρ’ Ἱππ. ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ Τρωμ. 896), Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D - πρβλ. ὁμόχροος ΙΙ, χροιά, χρώς.
Greek Monolingual
ὁμόχροια, ἡ (ΑΜ, Α και ὁμοχροίη) ομόχρους
ομοιότητα του χρώματος, ομοχρωμία («ἔχουσαι τὴν κοιλίαν ὅλην δασεῖαν ἐρίων πλήθει και μαλακότητι καὶ ὁμοχροίᾳ», Γεωπ.)
αρχ.
1. η λεία, η ομαλή επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, το δέρμα
2. (στον τ. ὁμοχροΐη) η εσωτερική και η εξωτερική επιφάνεια του κρανίου
3. η επιφάνεια του οφθαλμού
4. μτφ. η επιφάνεια, γενικά («οὐδὲ ἅπτεται ταῦτα τῆς ὁμοχροίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ὁμόχροια: Ιων. -χροίη, ἡ,
I. ομοιότητα χροιάς, σε Ξεν.
II. η ομαλή επιφάνεια του σώματος, επιδερμίδα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁμό-χροια, Ionic -χροίη, ἡ,
I. sameness of colour, Xen.
II. the even surface of the body, the skin, Hdt.