ὑψίπολις: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(yi/polis | |Beta Code=u(yi/polis | ||
|Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, [[citizen of a proud city]], opp. [[ἄπολις]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>370</span> (lyr.). | |Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, [[citizen of a proud city]], opp. [[ἄπολις]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>370</span> (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />qui occupe un haut rang dans la cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πόλις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίπολις''': ἡ, ὁ ὑψηλῆς [[τιμῆς]] ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄπολις]], Σοφ. Ἀντ. 370. | |lstext='''ὑψίπολις''': ἡ, ὁ ὑψηλῆς [[τιμῆς]] ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄπολις]], Σοφ. Ἀντ. 370. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ, citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.
Greek Monolingual
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].
Greek Monotonic
ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπολις: ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.