ῥίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] superl. zu [[ῥίγιον]], am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] superl. zu [[ῥίγιον]], am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιστος Medium diacritics: ῥίγιστος Low diacritics: ρίγιστος Capitals: ΡΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: rhígistos Transliteration B: rhigistos Transliteration C: rigistos Beta Code: r(i/gistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. formed from ῥιγέω, most horrible, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64.

German (Pape)

[Seite 842] superl. zu ῥίγιον, am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus glacial ; le plus terrible ; Sp. neutre adv. • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.
Étymologie: Sp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος (ὡς τὸ κύδιστος ἐκ τοῦ κῦδος), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ Ζεὺς ῥίγιστος ἀλιτροῖς «ὅστις φοβερός ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
(υπερθ. του ῥῑγος)
1. ο πιο φρικτός, φρικτότατος, φοβερότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του ῥῖγος (βλ. λ. ῥίγιον)].

Greek Monotonic

ῥίγιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το ῥῖγος (όπως το κύδιστος από το κῦδος), ψυχρότατος, παγερότατος, τρομερότατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥίγιστος, η, ον [Sup. adj. formed from ῥῖγος (as κῦ/διστος from κῦδοσ)]
coldest: most horrible, Il.