ποικιλοφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />accompagné des sons variés de la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
|lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />accompagné des sons variés de la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 08:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλοφόρμιγξ Medium diacritics: ποικιλοφόρμιγξ Low diacritics: ποικιλοφόρμιγξ Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: poikilophórminx Transliteration B: poikilophorminx Transliteration C: poikiloformigks Beta Code: poikilofo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.

German (Pape)

[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.

English (Slater)

ποικῐλοφόρμιγξ with varied tones of the lyre ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2)

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο-φόρμιγξ)].

Greek Monotonic

ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги (ἀοιδά Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [ποικίλος, φόρμιγξ] begeleid door gevarieerd citerspel.

Middle Liddell

ποικῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
accompanied by the various notes of the lyre, Pind.